- τριχοίνικος
- τρι-χοίνικος, drei χοίνικες haltend; daher ἔπος, komisch, ein ungeheures, Viel in sich fassendes Wort
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριχοίνικος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.) 2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικον α) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικες … Dictionary of Greek
τριχοίνικον — τριχοίνικος holding masc/fem acc sg τριχοίνικος holding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοινίκων — τριχοίνικος holding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)